'λαχε — ἔλαχε , ἔλαχος masc/fem voc sg ἔλαχε , λαγχάνω obtain by lot aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάχε — λαγχάνω obtain by lot aor imperat act 2nd sg λαγχάνω obtain by lot aor ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάχ' — λάκε , λάσκω ring aor imperat act 2nd sg λάκε , λάσκω ring aor ind act 3rd sg (homeric ionic) λάχαι , λάχη ashare fem nom/voc pl λάχᾱͅ , λάχη ashare fem dat sg (doric aeolic) λάχε , λαγχάνω obtain by lot aor imperat act 2nd sg λάχε , λαγχάνω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… … Dictionary of Greek
λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… … Dictionary of Greek
περιποταμιά — η, Ν η κοίτη και οι όχθες τού ποταμού («πού λάχε σ περιποταμιά νερό θολό γεμάτη», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ποταμιά] … Dictionary of Greek